- σακίζω
- και σακκίζω Α [σάκ(κ)ος]σακεύω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακίζειν — σακίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάκιζεν — σακίζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάκισεν — σακίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακκίζω — Α βλ. σακίζω … Dictionary of Greek
υποσακίζω — και ὑποσακκίζω ΜΑ φρ. «ὑποσακίζω τῆς ὁδοῡ» α) προχωρώ βιαστικά και ζωηρά β) (για άλογο) καλπάζω αρχ. 1. στραγγίζω με την βοήθεια σάκου («ὑποσακκίζειν ὑπηθεῑν τῷ σάκκῳ», Ησύχ.) 2. παθ. ὑποσακίζομαι και ὑποσακκίζομαι μτφ. καταναλώνομαι, ξοδεύομαι.… … Dictionary of Greek